πρόσπταισμα

πρόσπταισμα
πρόσπταισμα
stumble
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρόσπταισμα — αίσματος, τὸ, Α [προσπταίω] 1. γλίστρημα και πτώση, ολίσθημα («ἕλκη ἐκ προσπταισμάτων», Γαλ.) 2. παρωνυχίδα («πρόσπταισμα δακτύλου», Γαλ.) 3. φρ. «προσπταίσματα τοῡ βίου» μτφ. οι δυστυχίες τής ζωής …   Dictionary of Greek

  • προσπταισμάτων — πρόσπταισμα stumble neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπταίσμασι — πρόσπταισμα stumble neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπταίσμασιν — πρόσπταισμα stumble neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπταίσματα — πρόσπταισμα stumble neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπταίσματι — πρόσπταισμα stumble neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπταίσματος — πρόσπταισμα stumble neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”